Αρχείο

Archive for the ‘Σκυλιά’ Category

Greyfriars Bobby

 

O Greyfriars Bobby, ήτανε ένα Τερριέρ (Skye Terrier) που έγινε γνωστό τον 19ο αιώνα στο Εδιμβουργο, αφού πέρασε 14 χρόνια φυλάγοντας τον τάφο του αφεντικού του.

Κάπου το 1800, ο Τζών Γκρέυ, πήγε στο Εδιμβούργο μαζί με τη γυναίκα του και το γιό του, ψάχνοντας για δουλειά. Κηπουρός στο επάγγελμα, δεν μπόρεσε να βρεί δουλειά αφού το εδαφος ήτανε σκληρό και δεν προσφερότανε. Aφού δεν μπορούσε να εξασκήσει αυτο που ήξερε, κατατάγηκε στο Αστυνομικό Σώμα.

Σαν αστυφύλακας, ήτανε απαραίτητο το να έχεις ένα σκύλο. Έτσι, ο Γκρέυ πήρε ένα Skye Terrier και το ονόμασε Μπόμπυ (Bobby). Μπόμπυ ήτανε το τυπικό παρατσούκλι των αστυφυλακων.

Για περίπου 2 χρόνια, ο Μπόμπυ έγινε ένας πιστός και καλός φίλος για τον Γκρέυ ιδίως τα βράδυα, αφού δούλευε βάρδιες σαν αστυφύλακας.

Τον Φεβρουάριο του 1858, ο Γκρέυ πέθανε απο φυματίωση και θάφτηκε στο old Greyfriars Kirkyard (Churchyard) σε ένα τάφο χωρίς ταφόπλακα ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό που να τον κάνει να ξεχωρίζει.

Για τα επόμενα 14(!!!) χρόνια, ο Μπόμπυ στεκότανε φρουρός στον τάφο του αφεντικού του και έφευγε μόνο γύρω στις 1 (ακουγε τον πυροβολισμό του όπλου το οποίο σήμανε οτι είναι 1 η ώρα) για να παει στο κοντινότερο καφεστιατόριο (5/6 Greyfriar’s Place – όπου σύχναζε μαζί με τον Γκρέυ) για να φάει και να επιστρέψει. 

Οι ιδιοκτήτες του μαγαζιού (οι οποίοι άλλαζαν κατα καιρούς) του ετοιμάζανε πάντοτε φαγητό. Ο Τζών Τρέϊλ, ήτανε ο τελευταίος ιδιοκτήτης που τάϊσε τον Μπόμπου και του είχε φτιάξει και πιάτο με το όνομα του («Bobby’s Dinner Dish» – «Το βραδυνό πιάτο του Μπόμπυ»).

Ο κηπουρός και συντηρητής του νεκροταφείου Greyfriars, ο Τζέϊμς Μπράουν, προσπάθησε να απομακρύνει τον Μπόμπυ απ το νεκροταφείο. Αφού είδε οτι ο σκύλος δεν έφευγε, του έφτιαξε καταφύγιο κοντά στον τάφο του Γκρέυ, για να προστατεύεται απ το κρύο και να κοιμάται…

Η ιστορία του Μπόμπυ εγινε γνωστή και αρκετός κόσμος μαζευότανε στην είσοδο του Kirkyard, για να δούνε τον Μπόμπου να φέυγει για φαγητό γύρω στις 1.

Εν τω μεταξύ, είχε περασει ένας νόμος που έλεγε οτι οι σκύλοι πρέπει να έχουνε άδεια/ταυτότητα ή να τους θανατώνουν. Ο Sir William Chambers (Lord Provost of Edinburgh) πλήρωσε για την άδεια του Μπόμπυ και του χάρισε ένα κολλάρο με την επιγραφή «Greyfriars Bobby from the Lord Provost 1867 licensed». Το κολάρο αυτό, υπάρχει στο Μουσείο του Εδιμβούργου.

Ο κόσμος του Εδιμβούργου φρόντιζε τον Μπόμπου καθώς αυτός φύλαγε τον τάφο του αφεντικού του μέχρι και το 1872, όταν ο Μπόμπυ πέθανε.

Greyfriars Bobby λοιπόν, ο πιό διασημος σκύλος της Σκωτίας ο οποίος δεν ξεχάστηκε ποτέ. Το 1870, η Baroness(Βαρώνη) Angelia Georgina Burdett-Coutts, εκλέγηκε Πρόεδρος της γυναικείας επιτροπής του RSPCA (Royal Society for the Prevention of Cruelty to Animals). Το 1873, η Βαρώνη ζήτησε απο το συμβούλιο άδεια, για να φτιαχτεί μια βρύση απο γρανίτη με το άγαλμα του Μπόμπυ στην κορυφή. Η ιδεα εγκρίθηκε και έτσι, το άγαλμα φτιάχτηκε απο τον William Brody. Παρουσιάστηκε τον Νοέμβριο του 1873 και βρίσκεται απέναντι απο το Kirkyard.

Ο τάφος του Μπόμπυ βρίσκεται στο Greyfriars Kirkyard, 75 περίπου υάρδες μακριά απο τον τάφο του Γκρέυ. Η ταφόπλακα είναι χαραγμένη με τα εξής: «Greyfriars Bobby – died 14th January 1872 – aged 16 years – Let his loyalty and devotion be a lesson to us all» (» ο Μπόμπυ του Γκρεϊφρίαρς – πέθανε 14 Ιανουαρίου το 1872 – ήτανε 16 χρονών – Είθε η αφοσίωση του και η πίστη του να είναι ένα μάθημα για όλους εμάς»)

Πηγές: http://en.wikipedia.org/wiki/Wiki και http://www.findoutaboutdogs.com

Hachiko

 

Hachikō (ハチ公, Hachikō, November 10, 1923–March 8, 1935)

Φωτογραφία του Χατσίκο σε προχωρημένη ηλικία

Χατσίκο (Hachiko) στα Ιαπωνικά (忠犬ハチ公, chūken hachikō, lit) που σημαίνει «Πιστός σκύλος Χατσίκο», ήταν ένας σκύλος ράτσας Ακίτα, ο οποίος γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου το 1923, στην πόλη  Odate, Akita Prefecture. 

Το 1924 ο ιδιοκτήτης του, καθηγητής Γεωργίας Χιντεσαμπούρο Ουένο (Hidesamburō Ueno), τον πήρε μαζί του στο Τόκυο, όπου ζούσε και εργαζόταν.

Κατα τη διάρκεια της ζωής του καθηγητή, κάθε πρωϊ που έφευγε για το Πανεπιστήμιο, ο σκύλος τον συνόδευε μέχρι την πόρτα . Το βράδυ, ο Χατσίκο πήγαινε και τον περίμενε στον σιδηροδρομικό σταθμό Shibuya. Όταν ο καθηγητής επέστρεφε με το τρένο απ το Πανεπιστήμιο, τον υποδεχόταν και τον συνόδευε σπίτι.

Αυτό γινόταν μέχρι τον Μάϊο του 1925, όταν ο καθηγητής έπαθε εγκεφαλικό καθώς έκανε διάλεξη. Ο σκύλος, τον περίμενε να κατεβεί απ το συγκεκριμένο τρένο όπως πάντα, αλλά ο καθηγητής είχε ήδη αφήσει την τελευταία του πνοή.

Μετά απο τον θάνατο του καθηγητή, ο Χατσίκο δώθηκε σε άλλα σπίτια, αλλά καθημερινά δραπέτευε επιστρεφοντας στο παλιό του σπίτι. Κάθε βράδυ, την ίδια ώρα που περίμενε τον καθηγητή στον σταθμό ήτανε εκέι, περιμένοντας να δεί τον φίλο του να κατεβαίνει απο το τρένο για να τον συνοδεύσει σπίτι. Αυτό συνεχίστηκε για τα επόμενα 10 χρόνια.

Οι ‘τακτικοί’ του σταθμού οι οποίοι είχανε δεί τον σκύλο να περιμένει τον καθηγητή, πρόσεξαν οτι ακόμα και μετά τον θάνατο του, ήτανε εκεί καθημερινώς την ίδια ώρα, περιμένοντας οτι θα τον δεί να κατεβαίνει απ το τρένο. Αυτό τους συγκίνησε και κάθε μέρα αρκετοί τον φρόντιζαν φέρνοντας του φαγητό και νερό.

Το 1928, ο νέος υπεύθυνος του σταθμού συμπάθησε το σκύλο και φρόντιζε να έχει πάντα τροφή και νερό. Του έφτιαξε ακόμη και χώρο σε μια απο τις αποθήκες του σταθμού, ώστε να έχει ένα μέρος να κοιμάται. Ο σκύλος εμφανιζότανε στην πλατφόρμα του τρένου, μόνο την ώρα που ερχότανε το τρένο με το οποίο συνήθιζε να επιστρέφει ο καθηγητής και περίμενε. Τις υπόλοιπες ώρες περιφερόταν στον σταθμό, ξεκουραζόταν στην αποθήκη, ή επέστρεφε στο παλιό σπίτι του καθηγητή.

Ένας απο τους πρωην φοιτητές του καθηγητή ο όποίος ήτανε ειδικός στους σκύλους Ακίτα, ακολούθησε τον Χατσίκο και έμαθε την ιστορία του. Μετά απ αυτό, ο πρώην φοιτητής κατέγραψε πόσοι καθαρόαιμοι σκύλοι της ράτσας αυτής υπήρχαν στην Ιαπωνία. 30 στο σύνολο, με τον Χατσίκο να είναι ένας απο αυτούς.

Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και τον θάνατο του Χατσίκο, συνήθιζε να τον επισκέπτεται και να τον φροντίζει, γράφοντας άρθρα για την αφοσίωση του. Σιγά σιγά ο κόσμος άρχισε να ενδιαφέρεται και να μαθαίνει περισσότερα για την συγκεκριμένη ράτσα. Το 1932, ένα απο αυτά τα άρθρα δημοσιεύτηκε στην μεγαλύτερη εφημερίδα του Τόκυο και η ιστορία του Χατσίκο έγινε γνωστή σε όλη την χώρα, αγγίζοντας τις καρδιές όλων των ανθρώπων.

Ο Χατσίκο έγινε σύμβολο πίστης, εντυπωσιάζοντας τον κόσμο με την αφοσίωση του στον νεκρό αφέντη του. Συμβόλιζε το πνεύμα αγάπης και πίστης που πρέπει να υπάρχει σε κάθε οικογένεια. Γονείς και δασκάλοι χρησιμοποιούσαν την ιστορία του ώς παράδειγμα προς μίμηση για μικρούς και μεγάλους.

Άγαλμα του Χατσίκο στον σταθμό Shibuya

Τον Απρίλιο του 1934 στην παρουσία του Χατσίκο, έγινε η παρουσίαση του Μπρούτζινου αγάλματος του, στον σταθμό της Shibuya. Το άγαλμα κατα τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο καταστράφηκε. Έτσι το 1948, ζητήθηκε απο τον Τακέσι Άντο (Takeshi Ando), γιό του γλύπτη που έφτιαξε το πρώτο άγαλμα (είχε πεθάνει), να το ξαναφτιάξει. Το δεύτερο αυτό αγαλμα, παρουσιάστηκε τον Αύγουστο του 1948 και είναι ένα δημοφιλές σημείο συναντησης. Η είσοδος του σταθμού που βρίσκεται κοντά στο άγαλμα, ονομάζεται «Hachikō-guchi», που σημαίνει έξοδος του Χατσίκο και είναι μία απο τις 5 εξόδους του σταθμού.

Ένα παρόμοιο άγαλμα υπάρχει και στην γενέτειρα του Χατσίκο, την Odate, μπροστά στον σταθμό των τρένων. Το 2004 φτιάχτηκε και ένα τρίτο άγαλμα, πάνω στην βάση του πρώτου αγάλματος που είχε δημιουργηθεί το 1934, και τοποθετήθηκε μπροστά απο Μουσείο Σκύλων Ακίτα στην Odate.

Ο Χατσίκο, πέθανε στις 8 Μαρτίου το 1935 απο filariasis (heartworm). Ο σκύλος βρίσκεται βαλσαμωμένος στο Μουσείο Φυσικών επιστημών στο Τόκυο.

Κάθε χρόνο στις 8 Απριλίου, εκατοντάδες κόσμου μαζεύονται για να τιμήσουν την μνήμη και την αφοσίωση του Χατσίκο σε μια σεμνή τελετή που γίνεται στον σιδηροδρομικό σταθμό της Shibuya. 

Πηγή πληροφοριών και φωτογραφικού υλικού: wikipedia

Η «αδερφούλα» μου

Επόμενη μέρα, Οκτώβριος του 2004.

Είχα ξυπνήσει γύρω στις 13:00 απ το ξυπνητήρι που άρχισε να κτυπάει, ταράζοντας τα όνειρα και τον ύπνο μου.

Την προηγουμένη:

Δούλευα μέχρι τις 9 το βράδυ και αφού σχόλασα, με το που μπήκα σπίτι αντιλήφθηκα οτι κάτι δεν ήτανε σωστό. Ήξερα οτι είχε καρκίνο στο στομάχι, αλλά ο γιατρός μας είχε πει οτι θα ζούσε ακόμη μερικά χρόνια. Είχε κάνει εμετό σχεδόν παντού και ήτανε κουλουριασμένη κάτω απο μια κουβέρτα…

«Τί έχεις καλή μου;» της λέω και με κοίταξε με τα γερασμένα, μισότυφλα και λυπημένα ματάκια της που σ’έκαναν να θέλεις να κλαίς. Την έλουσα και την τάϊσα αφού καθάρισα το σπίτι. Έκατσα μαζί της για μερικές ώρες. Την στέγνωσα καλα-καλα και αφού την χάϊδεψα, άρχισε να κουνάει την ουρά της, να δείχνει οτι είναι καλύτερα…

Αφού ήτανε όλο ζωντάνια και χαρά δειχνοντας οτι ήτανε περαστικό, κατα τα μεσάνυχτα βγήκα. Το ένα έφερε το άλλο και επέστρεψα πτώμα στο σπίτι, γύρω στις 5:30-6:00 το πρωϊ και την έπεσα για ύπνο.

13:05 Επομένη μέρα:

Νιώθω μια σκουντιά και ακούω τη φωνή της μάνας μου να μου λέει οτι πρέπει να σηκωθώ, η ώρα 14:00 πρέπει να ‘μαι στη δουλειά. Με χίλια βάσανα, αποφασίζω να σηκωθώ απ το κρεβάτι και μπαίνω στο ντούς. Μερικά λεπτά αργότερα αφού ντύθηκα, πήγα στο τραπέζι να φάω οτι καλό είχαμε για φαϊ και κατοπιν να φύγω για τη δουλειά.

Ξαφνικά, αντιλαμβάνομαι οτι κάποιος λείπει απ’ το σπίτι, κάποια που μεγάλωσε μαζί μου και πάντα με χαιρετούσε με παιχνίδι και χαρά, που μου έδινε αγάπη ακόμη κι οταν της θύμωνα, που έκανε ζημιές.

Με τρόμο ρωτάω τη μάνα μου: «Που είναι το σκυλί;» …..

Πρίν καταφέρει να μου απαντήσει, την πήρανε τα κλάματα. Αμέσως κατάλαβα και κρύος ιδρώτας με έλουσε…

-«Ρε μάνα, σε παρακαλώ που είναι η Ντόλυ;»

_»Την πήγαμε στο γιατρό σήμερα και μας είπε οτι υποφέρει. Έπρεπε να την κοιμήσουμε…»

-«………»

-«Σου φερα το λουρί, αυτό που χε πάντα στο λαιμό της. Δεν άντεξα να μείνω, την άφησα να την κοιμήσουνε»

_________________________________________________________

Ένιωσα οτι έχασα ένα μέλος της οικογένειας. Είχαμε μεγαλώσει μαζί, απ τα 10 μου όταν την φέρανε σπίτι, κουταβάκι. Την έκλαψα μήνες ολόκληρους. Ήτανε η αδελφούλα μου…

Το σκυλί ήτανε μια ξεχωριστή παρέα, πάντα εκέι. Θυμάμαι ξεχώριζε τον ήχο που έκανε το αμάξι μου και μόλις κόντευα σπίτι, περίμενε στην πόρτα, γαυγίζοντας απο χαρά. Πολλές φορές με υποδεχότανε με ένα μπαλάκι του τέννις στο στόμα για να παίξουμε, ή την ακολουθούσα στην κουζίνα όπου τράβαγε το συρτάρι που ήτανε το λουρί της για να την πάω βόλτα.

Όποτε ήμουνα άρρωστος, ερχότανε και έβαζε το κεφάλι της στην κοιλιά ή τα πόδια μου και με κοίταζε λυπημένα. Περίμενε να γίνω καλά, εκέι, μαζί μου…

Εδώ και 4 χρόνια μου λείπει. Ακούω τα νύχια της ακόμη να χτυπάνε στο παρκέ, όπως χτυπούσανε όποτε πήγαινε προς την κουζίνα, το λουρί της που κουδούνιζε. Υπάρχουνε φορές που παω σπίτι και περιμένω να τη βρώ να κουνάει την ουρά της ολο χαρά, να με περιμένει. Πάει όμως, η Ντόλυ έφυγε…

Τα σκυλια είναι υπέροχα ζώα, πιστά, με πολύ αγάπη. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο υπάρχουνε πάρα πολλά άδέσποτα σκυλιά, άλλα τόσα που τα πάνε σε καταφύγια για σκύλους. Η προτροπή μου είναι αν σκέφτεστε να πάρετε σκυλί, μην πατε να δώσετε ένα κάρο λεφτά για να πάρετε σκυλί ‘ράτσας’. Υπάρχουνε τόσα μπάσταρδα σκυλιά, τόσες ψυχούλες που εαν δε βρουνε σπίτι κινδυνεύουνε με ευθανασία… Καλύτερα θα’τανε να πάρετε ένα απ αυτά που έχουνε στα καταφύγια, και τα μπάσταρδα έχουνε ψυχή…

Και το δικό μου μπάσταρδο ήτανε…

Page copy protected against web site content infringement by Copyscape